Η υπερδιόγκωση της ρευστότητας στον απόηχο της μεγάλης ύφεσης, της κρίσης του COVID και του Ουκρανικού, η αύξηση των επιτοκίων και ιδιοσυγκρασιακά προβλήματα (εξελίξεις στον τεχνολογικό κλάδο, κρυπτονομίσματα, τραπεζοοικονομικές διοικητικές αστοχίες) και η τωρινή σύσφιγξη (2 τρισ. δολαρίων σε όλον τον κόσμο) δημιούργησαν ένα κλίμα χρηματοοικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας. Κοινός παρονομαστής είναι ο κίνδυνος ρευστότητας. Είναι η πιο επικίνδυνη μορφή χρηματοοικονομικής αστάθειας (σε σύγκριση με τους κινδύνους επιτοκίων, βιωσιμότητας κ.λπ.) διότι μπορεί να προκαλέσει bank run (πανικό με αγελαία χαρακτηριστικά).

Η Credit Suisse έχει μακρά παράδοση προβλημάτων σε ζητήματα συμμόρφωσης, διευκολύνσεις φοροδιαφυγής κ.λπ. με τελευταίο παρόμοιο σκάνδαλο το τέλος του 2022, αλλά λόγω του μεγέθους της υπάρχει ο κίνδυνος διάχυσης. Έτσι στο άμεσο μέλλον η εξέλιξη θα επηρεαστεί από τις διασυνδέσεις τις CS με τις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες. Η Signature και η Slivergate Capital σχετίζονταν με ζητήματα που σχετίζονται με τα κρυπτονομίσματα (προέλευση κεφαλαίων κ.λπ.). Η SVB στις ΗΠΑ υπέφερε από τραπεζική διοικητική ανεπάρκεια (μονομέρεια χαρτοφυλακίων, ηθικός κίνδυνος διοικούντων) με κύρια όμως αιχμή την ασυμβατότητα του χαρτοφυλακίου της: μακροπρόθεσμες υποτιμούμενες (ομόλογα) επενδύσεις με ευμετάβλητες εισροές κεφαλαίων.

Σε όλες τις περιπτώσεις οι κίνδυνοι διογκώνονται από μια και μοναδική πηγή: την ανισομέρεια της πληροφορίας. Ενώ δηλαδή το τραπεζικό σύστημα απαιτεί υψηλά επίπεδα πίστης, που βεβαίως απαιτεί πληροφόρηση, η ίδια η φύση του τραπεζικού συστήματος προϋποθέτει και δημιουργεί άνιση πληροφοριακή κατανομή. Έτσι μόνο την περίοδο 1970-2020 έχουν καταμετρηθεί 155 (!) τραπεζικές κρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η μόνη διέξοδος είναι βεβαίως η κανονιστική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα από την κοινωνία, δηλαδή από το κράτος. Μετά την κρίση του 2007-2008 ο νόμος Dodd – Frank και ο Consumer Protection Act συμπλήρωσαν το νομοθετικό πλαίσιο (Glass – Steagall Act περί διάκρισης των τραπεζικών λειτουργιών κ.λπ.) και στην Ευρώπη οργανώθηκε ο Single Supervisory Mechanism που μαζί με τον Single Resolution Mechanism επιβλέπουν τις μεγάλες συστηματικές τράπεζες (4 από την Ελλάδα), που είναι 115, αλλά και τις δευτερεύουσες σημαντικές τράπεζες, καλύπτοντας ουσιαστικά το 80% των πιστωτικών κεφαλαίων στην ΕΕ. Στον κόσμο, η συμφωνία των 28 κεντρικών τραπεζών στη Βασιλεία ΙΙΙ διαμορφώνουν ένα, γενικό όμως, πλαίσιο επίβλεψης.

Σε αντίθετη κατεύθυνση, στις ΗΠΑ η κυβέρνηση Τραμπ προώθησε απορρύθμιση (2018) που σε έναν βαθμό είναι υπεύθυνη για τα σημερινά προβλήματα των περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών. Βεβαίως η παρέμβαση Μπάιντεν ανέβαλε τη χρηματοπιστωτική αγωνία, η οποία τελικά εξελίχθηκε σε ευνόηση των μεγάλων συστημικών αμερικανικών τραπεζών σε βάρος των μικρότερων (μεταφορά καταθέσεων). Υποστηρικτικά λειτούργησε και η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα, ενώ η ΕΚΤ, μια στο καρφί (πληθωρισμός) και μια στο πέταλο (αστάθεια), αύξησε τα επιτόκια κατά 0,50% και δήλωσε την παρουσία της για την προστασία της ρευστότητας.

Ξαναγυρνώντας στις ΗΠΑ, εμφανίστηκε νέο περιστατικό (First Republic Bank). Η Federal Reserve έχει φτάσει στο υψηλότερο σημείο να δανείσει 164,8 δισ. δολάρια στον τραπεζικό τομέα. Να σημειωθεί ότι το 2008 ο αντίστοιχος υψηλότερος δανεισμός από τη Federal Reserve ήταν 111 δισ. δολαρίων. Επίσης οι μεγάλες τράπεζες μετακίνησαν 30 δισ. δολάρια στη RFB.

Η κρίση δεν είναι ακόμα συστημική αλλά χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.

Πρώτη δημοσίευση: εφημερίδα Τα Νέα, 20 Μαρτίου 2023

Μάρτιος 2023